- αμφιπλύνω
- ἀμφιπλύνω (Α)πλένω κάτι ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πλύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιπλύναντα — ἀμφιπλύ̱ναντα , ἀμφιπλύνω wash all over aor part act neut nom/voc/acc pl ἀμφιπλύ̱ναντα , ἀμφιπλύνω wash all over aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ἀμφιπλύνας — ἀμφιπλύ̱νᾱς , ἀμφιπλύνω wash all over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)